χρονογράφου

χρονογράφου
χρονόγραφος
chronicler
masc gen sg
χρονογράφος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… …   Dictionary of Greek

  • στιγμόμετρο — το, Ν 1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου 2. (γραφ. τεχν.)… …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφημα — Πεζογράφημα, μάλλον σύντομο, που συνήθως πραγματεύεται επίκαιρα θέματα και εντάσσεται συχνά στον χώρο της λογοτεχνίας. Το χ. αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, στοχεύει μάλιστα σε ευρύτερες επιδιώξεις από τη συνηθισμένη… …   Dictionary of Greek

  • χρονοταχύμετρο — το, Ν τεχνολ. είδος χρονογράφου που επιτρέπει την εκτίμηση τής ωριαίας ταχύτητας κινούμενου οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chronotachymetre < χρόνος + ταχύμετρο] …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… …   Dictionary of Greek

  • Σε - μα Τσιεν — (Λουνγκ μεν, Σενσί 146 π.Χ. – ;86 π.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Έζησε κατά την εποχή της δυναστείας των πρώτων Χαν και είναι ο πρώτος ιστορικός της Κίνας που συνέλαβε το έργο του σ’ ένα επίπεδο εθνικό και όχι στενά τοπικό. Διορισμένος αστρολόγος της… …   Dictionary of Greek

  • Τζιόγια, Φλάβιος — (Gioja). Θρυλικός ναυτικός του 14ου αι., Αμαλφιτανός κατά την παράδοση, που θεωρείται εφευρέτης της ναυτικής πυξίδας. Είναι σχεδόν βέβαιο όμως, ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπήρξε ποτέ και η παράδοση γύρω από αυτόν οφείλεται σε πλάνη του χρονογράφου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”